-
1 ομμ'
-
2 ὄμμ'
-
3 ὄμμα
A eye, poet. word, rare in Prose (Th.2.11, Pl.Ti. 45c, al., X.Cyr.8.7.26, Mem.1.4.6, al., Thphr.Sens. 50, al., Polystr.Herc.346p.81V., BGU713.9 (i A.D.), IG42(1).121.121 (Epid.)): Hom. and Hes. only use pl.,κατὰ χθονὸς ὄμματα πήξας Il.3.217
;ὕπνον ἐπ' ὄμμασι χεῦε Od.5.492
, etc.: sg. in Pi.N.10.63 and Trag. (v. infr.):—Phrases: ὀρθοῖς ὄμμασιν ὁρᾶν τινα look straight at, S.OT 1385 ;ἀναβλέψαι ὀρθ. ὄμμ. X.HG7.1.30
;ἐξ ὀμμάτων ὀρθῶν S.OT 528
; also οὐκ οἶδ' ὄμμασιν ποίοις βλέπων πατέρα ποτ' ἂν προσεῖδον how I could have looked him in the face, ib. 1371, cf. Aeschin.3.121 ;ὁρᾶν τινα ἐν ὄμμασι S.Tr. 241
; ποῖον ὄ. πατρὶ δηλώσω ; Id.Aj. 462 ; τέοισί με χρὴ ὄμμασι.. φαίνεσθαι; Hdt.1.37 ; λαμπρὸς ὄμματι radiant in look or expression, S.OT81 ;ἄλλοσ' ὄ. θἀτέρᾳ δὲ νοῦν ἔχειν Id.Tr. 272
; προσέσχον ὄ. turned their eyes on him, E.HF 931 ; ἐς σὸν ἐλθεῖν ὄ. come within sight of thee, Id.Heracl. 887 ; κατ' ὄμματα before one's eyes, S.Ant. 760 ; κατ' ὄμμα ἐλθεῖν face to face, E.Andr. 1064 ; κατ' ὄμμα στῆναι in full sight, openly, ib. 1117 ; opp. νύκτωρ, Id.Ba. 469 ; κρατιστεύων κατ' ὄμμα in eye-sight, of the Sun, S.Tr. 102 (lyr.) (but λαμπρὰ καὶ κατ' ὄμμα καὶ φύσιν is dub. in 379) ; πρευμενοῦς ἀπ' ὄμματος ἰδέσθαι look kindly on, A.Supp. 210 ; (lyr.) ; ὡς ἀπ' ὀμμάτων to judge by the eye, S.OC15, cf. E.Med. 216 ; ἐν ὄμμασι before one's eyes, A.Pers. 604 ;ἐν τοῖς ὄ. Th.2.11
;ἐπ' ὀμμάτων E. Supp. 1153
(lyr.) ; so παρ' ὄμμα, εἰ δ' ἦν παρ' ὄμμα θάνατος ib. 484 ; ἐξ ὀμμάτων out of sight, Id.IA 743 ;ἄπειμ' ἐξ ὀ. Phryn.Trag.21
; πρὸ ὀμμάτων τίθεσθαι, ποιεῖν, Arist.Po. 1455a23, Rh. 1386a34 ; πρὸ ὀ. θέσις Polystr.l.c.2 metaph.,τὸ τῆς ψυχῆς ὄ. Pl.R. 533d
, Iamb.Protr. 21.κδ'.II the eye of heaven, i.e. the sun,ὄ. αἰθέρος Ar.Nu. 285
, cf. E.IT 194 (anap.) ; but ὄ. νυκτός is a periphrasis for night (v. infr. v), ἕως.. νυκτὸς ὄμμ' ἀφείλετο (sc. τὴν μάχην) A.Pers. 428 ; ὅταν δὲ νυκτὸς ὄ. λυγαίας μόλῃ the dark night, E.IT 110 ;νυκτὸς ὄ. τῆς μελαμπέπλου Alex.89
; cf. ,βλέφαρον 11
.III generally, light: hence, metaph., that which brings light, ὄμμα ξείνοισι a light to strangers, Pi.P.5.56 ;ὄ. δόμων νομίζω δεσπότου παρουσίαν A.Pers. 169
; .2 metaph., anything dear or precious, as the apple of an eye,ὄ. γὰρ πάσης χθονὸς.. ἐξίκοιτ' ἄν A.Eu. 1025
.IV face or human form,ὦ δυσθέατον ὄ. S.Aj. 1004
;ἐμπαίει τί μοι ψυχῇ ξύνηθες ὄ. Id.El. 903
;τὸ ἐρωτικὸν ὄ. Pl.Phdr. 253e
: as periphr. of the person, ὄ. πελείας, = πελεία, S.Aj. 140 (anap.) ; ὄ. νύμφας, = νύμφα, Id.Tr. 527 (lyr.) ; ξύναιμον ὄ., = ξυναίμων, Id.Aj. 977 ; ὦ ταυρόμορφον ὄ. Κηφισοῦ, = ὦ ταυρόμορφε Κηφισέ, E. Ion 1261 ; v. supr. 11 and cf. ὄνομα IV.V ὄ. τυκτόν eye-hole in a helmet, Nonn.D.22.62. -
4 ἀπό
ᾰπό (1ἄπο O. 3.9
, O. 1.13, P. 5.7, N. 3.8 84, I. 4.53, Πα. 20. 11, 13)1 prep. c. gen.a with a verb of motion, fromΠίσα τᾶς ἄπο νίσοντ' ἐπ ἀνθρώπους ἀοιδαί O. 3.9
Ἴστρου ἄπο σκιαρᾶν παγᾶν O. 3.14
Ἀρκαδίας ἀπὸ δειρᾶν O. 3.27
ἀπὸ Στυμφαλίων τειχέων O. 6.99
Λερναίας ἀπ' ἀκτᾶς O. 7.33
ἀπὸ Μαντινέας O. 10.70
τᾶν λιπαρᾶν ἀπὸ Θηβᾶν φέρων P. 2.3
ἀπ' Ἀρκαδίας P. 3.26
αἶψα δ' ἀπὸ κλισιᾶν ὦρτο P. 4.133
ἔκ τε Πύλου καὶ ἀπ' ἄκρας Ταινάρου P. 4.174
ἀπ' Ἄργεος ἤλυθον P. 8.41
στεῖχ' ἀπ Αἰγίνας N. 5.3
φεῦγε γὰρ πατρίων οἴκων ἀπό τ' Ἄργεος N. 9.14
Ἀνταίου δόμους Θηβᾶν ἄπο Καδμειᾶν ἦλθ' ἀνήρ I. 4.53
b out of, from out of, from, generallyἄνθεμα δὲ χρυσοῦ φλέγει ἀπ' ἀγλαῶν δενδρέων O. 2.73
[ἀπ byz.: ὑπ codd. O. 5.14]φιάλαν ὡς εἴ τις ἀφνειᾶς ἀπὸ χειρὸς ἑλὼν δωρήσεται νεανίᾳ γαμβρῷ O. 7.1
ἀλλὰ νῦν ἑκαταβόλων Μοισᾶν ἀπὸ τόξων ἐπίνειμαι ἀκρωτήριον Ἄλιδος O. 9.5
θύγατρ' ἀπὸ γᾶς Ἐπειῶν Ὀπόεντος ἀναρπάσαις O. 9.58
αἰθέρος ψυχρῶν ἀπὸ κόλπων ἐρήμου βάλλων O. 13.88
[ ἀπὸ coni. Stone: ἐρέω codd.: ἄρα Wil. P. 1.77]φλόγ' ἀπὸ ξανθᾶν γενύων πνέον P. 4.225
τὸ δ' ἐμὸν γαρύει ἀπὸ Σπάρτας ἐπήρατον κλέος P. 5.73
δόξαν ἱμερτὰν ἀγαγόντ' ἀπὸ Δελφῶν P. 9.75
ἀφθονίαν ὄπαζε μήτιος ἁμᾶς ἄπο N. 3.9
Νεμέας Ἐπιδαυρόθεν τ' ἄπο καὶ Μεγάρων δέδορκεν φάος N. 3.84
Κλεωναίου τ' ἀπ ἀγῶνος ὅρμον στεφάνων πέμψαντα καὶ λιπαρᾶν εὐωνύμων ἀπ Ἀθανᾶν N. 4.17
καὶ τίς ἄνδρας ἀλκίμους δαίμων ἀπ' Οἰνώνας ἔλασεν N. 5.16
χρὴ δ' ἀπἈθανᾶν τέκτον' ἀεθληταῖσιν ἔμμεν N. 5.49
ἔρνεα πρῶτος λτ;ἔνεικενγτ; ἀπ' Ἀλφεοῦ N. 6.18
ὥτ' ἀπὸ τόξου ἱείς N. 6.28
ἄραντο γὰρ νίκας ἀπὸ παγκρατίου τρεῖς ἀπ' Ἰσθμοῦ, τὰς δ ἀπ εὐφύλλου Νεμέας I. 6.60
—1.ἀπὸ προθύρων βαθύκολπον ἀνερέψατο παρθένον Pae. 6.135
ὀμμ]άτων ἄπο σέλας ἐδίνασεν Pae. 20.13
κελάρυξεν ὡς ἀπὸ κρανᾶν φέρτατον ὕδωρ *fr. 104b. 2* ἀπὸ τᾶς ἀγλαοκάρπου Σικελίας ὄχημα δαιδάλεον ματεύειν fr. 106. 6. στάσιν ἀπὸ πραπίδος ἐπίκοτον ἀνελών fr. 109. 3.c down fromΔωρίαν ἀπὸ φόρμιγγα πασσάλου λάμβαν O. 1.17
ὠκυπόρων ἀπὸ ναῶν ὅ σφιν ἐν πόντῳ βάλεθ' ἁλικίαν P. 1.74
καὶ γὰρ αὐτὰ ποσσὶν ἄπεπλος ὀρούσαισ' ἀπὸ στρωμνᾶς N. 1.50
εὖτ' ἂν αἰπεινῶν ἀπὸ σταθμῶν ἐς εὐδείελον χθόνα μόλῃ P. 4.76
χαμαὶ καταβαὶς ἀφ' ἁρμάτων N. 6.51
ἀπὸ Ταυγέτου πεδαυγάζων ἴδεν Λυγκεὺς N. 10.61
dI far from, deprived ofἌτλας οὐρανῷ προσπαλαίει νῦν γε πατρῴας ἀπὸ γᾶς ἀπό τε κτεάνων P. 4.290
II from offδρέπων μὲν κορυφὰς ἀρετᾶν ἄπο πασᾶν O. 1.13
μελέων ἄπο ποικίλον [σπά]ργανον ἔρριψεν Pae. 20.11
eI won fromἕκτος οἷς ἤδη στέφανος περίκειται φυλλοφόρων ἀπ' ἀγώνων O. 8.76
ἄγοντι δέ με πέντε μὲν Ἰσθμοῖ νῖκαι, δύο δ' ἀπὸ Κίρρας P. 7.16
πέμπτον ἐπὶ εἴκοσι τοῦτο γαρύων εὖχος ἀγώνων ἄπο N. 6.59
II coming fromσυμβαλεῖν μὰν εὐμαρὲς ἦν τό τε Πεισάνδρου πάλαι αἷμ' ἀπὸ Σπάρτας N. 11.34
ἀπὸ Ταυγέτοιο μὲν Λάκαιναν ἐπὶ θηρσὶ κύνα τρέχειν πυκινώτατον ἑρπετόν fr. 106. 1. ὅπλα δ' ἀπ Ἄργεος fr. 106. 5. ὕδωρ Τιλφώσσας ἀπὸ καλλικράνου fr. 198b.III begotten fromυἱὸς Δανάας· τὸν ἀπὸ χρυσοῦ φαμὲν αὐτορύτου ἔμμεναι P. 12.17
ἐκ δὲ Κρόνου καὶ Ζηνὸς ἥρωας αἰχματὰς φυτευθέντας καὶ ἀπὸ χρυσεᾶν Νηρηίδων Αἰακίδας ἐγέραιρεν N. 5.7
κράτησεν ἀπὸ ταύτας αἷμα πάτρας Καλλίας N. 6.35
θνατᾶς δ' ἀπὸ ματρὸς ἔφυ fr. 61. 5.f from the time of, sinceἐθελήσω τοῖσιν ἐξ ἀρχᾶς ἀπὸ Τλαπολέμου ξυνὸν ἀγγέλλων διορθῶσαι λόγον O. 7.20
μὴ κρύπτε κοινὸν σπέρμ' ἀπὸ Καλλιάνακτος O. 7.93
νιν κλυτᾶς αἰῶνος ἀκρᾶν βαθμίδων ἄπο σὺν εὐδοξίᾳ μετανίσεαι P. 5.7
ἔν τε Μοίσαισι ποτανὸς ἀπὸ ματρὸς φίλας (ἀπὸ τῆς πρώτης ἡλικίας. Σ.) P. 5.114τελέαν δ' ἔχει δόξαν ἀπ ἀρχᾶς P. 8.25
g ἀπὸ γλώσσας, simm.αἶνος ὃν ἀπὸ γλώσσας Ἄδραστος ἐς Ἀμφιάρηον φθέγξατ O. 6.13
εἰ χρεὼν τοῦθ' ἁμετέρας ἀπὸ γλώσσας κοινὸν εὔξασθαι ἔπος P. 3.2
πολὺν ῥόθον ἵεσαν ἀπὸ στομάτων Ἐλείθυιά τε καὶ Λάχεσις Pae. 12.16
πρὶν μὲν ἕρπε τὸ σὰν κίβδηλον ἀνθρώποισιν ἀπὸ στομάτων Δ. 2. 3.h from, as a result ofκοιτάξατο νύκτ' ἀπὸ κείνου χρήσιος O. 13.76
2 in tmesis.ἀπὸ ἔχειν O. 2.69
ἀπὸ ῥίψον O. 9.35
ἀπὸ εἴργοντες O. 13.59
ἀπὸ ἀμβλύνει P. 1.82
ἀπὸ λιπὼν P. 3.101
ἀπὸ δώσω P. 4.67
ἀπὸ ῥίψαις P. 4.232
ἀπὸ καὶ θανών I. 7.30
ἀπὸ δρέπεσθαι fr. 122. 8. ἀπὸ ὤθεον fr. 166. 3.3 fragg. ἀπὸ καὶ πατρός Πα. 7C. 9. ἁμετέρας ἄπ[ο (supp. Lobel) fr. 59. 8. -
5 δινάω
δῑνάω, -έω (cf. ὠκυδίνᾶτος; φωνάω, πονάω: v. Forssman, 59f.)1 cast with a whirling motion, met.ὀμμ]άτων ἄπο σέλας ἐδίνασεν Pae. 20.13
pass. be thrown into confusion ἦρ' ὦ φίλοι, κατ ἀμευσίπορον τρίοδον ἐδινάθην, ὀρθὰν κέλευθον ἰὼν τὸ πρίν (v. 1. ἐδινήθην) P. 11.38 dub. frag. ]δ[ι]νευντι[ (Lobel supp.: δ[ο]νευντι[ Snell) Δ. 4e. 5. -
6 δινέω
δῑνάω, -έω (cf. ὠκυδίνᾶτος; φωνάω, πονάω: v. Forssman, 59f.)1 cast with a whirling motion, met.ὀμμ]άτων ἄπο σέλας ἐδίνασεν Pae. 20.13
pass. be thrown into confusion ἦρ' ὦ φίλοι, κατ ἀμευσίπορον τρίοδον ἐδινάθην, ὀρθὰν κέλευθον ἰὼν τὸ πρίν (v. 1. ἐδινήθην) P. 11.38 dub. frag. ]δ[ι]νευντι[ (Lobel supp.: δ[ο]νευντι[ Snell) Δ. 4e. 5. -
7 ὄμμα
ὄμμα (ὄμμα, -ατι, -α; -άτων, -ασι.)1 eye ἔν τε δαμόταις ὄμματι δέρκομαι λαμπρόν with my gaze N. 7.66μαστεύει δὲ καὶ τέρψις ἐν ὄμμασι θέσθαι πιστόν N. 8.43
ἀξιωθείην κεν Ἄργει μὴ κρύπτειν φάος ὀμμάτων N. 10.41
κείνου γὰρ ἐπιχθονίων πάντων γένετ' ὀξύτατον ὄμμα N. 10.63
ἀκτὶς ἀελίου ὦ μᾶτερ ὀμμάτων. because it gives birth to the light by which the eyes seeΠα.. 2. πρὸς ὄμμα βαλὼν χερὶ Pae. 15.6
ὀμμ]άτων ἄπο σέλας ἐδίνασεν (supp. Lobel) Pae. 20.13 met., ὁ Βάττου δ' ἕπεται παλαιὸς ὄλβος, πύργος ἄστεος, ὄμμα τε φαεννότατον ξένοισι (i. e. light of comfort, cf. φάος, ὀφθαλμός) P. 5.56 -
8 σέλας
1 flashσέλας δ' ἀμφέδραμεν λάβρον Ἁφαίστου P. 3.39
χρῆν ἄρα Πέργαμον εὐρὺν ἀιστῶσαι σέλας αἰθομένου πυρός Pae. 6.97
κελαινεφέι δὲ σκότει καλύψαι σέλας καθαρὸν ἁμέρας fr. 108b. 4. met., ]ν ὕμνων σέλας ἐξ ἀκαμαν[το Pae. 18.5
ὀμμ]άτων ἄπο σέλας ἐδίνασεν Pae. 20.13
-
9 γοργός
A grim, fierce, terrible, γ. ὄμμ' ἔχων, of Parthenopaeus, A.Th. 537;ὄμμασι γοργός E.Ph. 146
(lyr.); τοῖς κερτομοῦσι γοργὸν ὡς ἀναβλέπει looks fiercely at.., dub. l. in Id.Supp. 322; γοργότεροι ἰδεῖν, ὁρᾶσθαι, terrible to behold, X.Cyr.4.4.3, Smp.1.10; γοργὸν βλέπειν look terrible, Ael.VH2.44; of horses,γ. ἰδεῖν X.Eq.10.17
;ἵππου γ. βλέμμα Poll.1.192
; in Ephebic Inscrr., φίλοι, γοργοί, γνήσιοι, IG3.1079.2 spirited, vigorous, of persons, Luc.DDeor.7.3, Asin.8; of animals, PRyl.238.9 (iii A. D.); quick, c. inf.,γ. ἐπινοεῖν Procop. Arc.16
. Adv. -γῶς, τρέχειν Choerob.Rh.p.247 S.3 of literary style, vehement, vigorous, v.l. in D.H.Comp.19 ([comp] Comp.), Hermog. Id.1.11,2.1 ([comp] Comp.). Adv.- γῶς Syrian. in Metaph.130.6
, Eust.1082.5, etc. -
10 δόλιος
A crafty, deceitful, treacherous, in Od. always of things, ἔπεα, τέχνη, 9.282, 4.455; ὁππότε.. δόλιον περὶ κύκλον ἄγωσιν the treacherous circle, i. e. the net, 4.792; (lyr.); of persons, Pi.P.2.82, etc.;δόλιον ὄμμ' ἔχων A.Pr. 569
; epith. of Aphrodite, B.16.116, E.Hel. 238 (lyr.); of Hermes, S.Ph. 133, Ar.Pl. 1157; in later Prose, Plb.21.34.1;δ. χείλη LXX Pr.26.23
;ἀνελεύθερος καὶ δ. Phld.Ir. p.60
W. Adv.- ίως Batr.93
, Epigr.Gr.387.7 ([place name] Apamea), LXXJe.9.4 (3), D.L.9.35. -
11 κοινός
A common (opp. ἴδιος), not in Hom. (v. ξυνός) ; ἐκ κοινοῦ shared in common, Hes.Op. 723;ἔσται γὰρ βίος ἐκ κ. Ar.Ec. 610
; of a common altar, Simon.140;τὸ τέμενος εἶναι κ. SIG1044.29
(Halic., iv/iii B.C.);κ. ἔρχεται κῦμ' Ἀΐδα Pi.N.7.30
; τρεῖς.. κ. ὄμμ' ἐκτημέναι, of the Gorgons, A.Pr. 795; κ. ὠφέλημα θνητοῖσιν φανείς, of Prometheus, ib. 613;τὰς γυναῖκας εἶναι κοινάς Pl. R. 457d
: prov.,κοινὸν τύχη A.Fr. 389
, cf. Men.Mon. 356;κοινὰ τὰ τῶν φίλων E.Or. 735
(troch.), Pl.Phdr. 279c, Men.9, etc.; κ. Ἑρμῆς 'share the luck', Id.Epit.67, 100; κ. ἀρωγά common aid (i.e. for all), S.Ph. 1145 (lyr.); ἐν δὲ κοινὸς ἀρσένων ἴτω κλαγγά and let the shouts of males rise jointly, Id.Tr. 207 (lyr.);κ. πόλεμον πολεμεῖν X.Hier.2.8
;τὸν ἀέρα τὸν κ. Men.531.8
;κ. τὸν ᾅδην ἔσχον οἱ πάντες βροτοί Id.538.8
;κ. ἀγαθὸν τοῦτ' ἐστί, χρηστὸς εὐτυχῶν Id.791
: c. dat., κ. τινί common to or with another,ὑμῖν φῶς.. καὶ τοῖσδ' ἅπασι κ. A.Ag. 523
;ὁ δαίμων κ. ἦν ἀμφοῖν ἅμα Id.Th. 812
;θάλατταν κ. ἐᾶν τοῖς ἡττημένοις And.3.19
;οἰκία.. κοινοτάτη ἀεὶ τῷ δεομένῳ Id.1.147
; [πολιτεία] τίς κοινοτάτη; Arist.Pol. 1289b14, cf. 1265b29;κοινόν τι χαρᾷ καὶ λύπῃ δάκρυα X.HG7.1.32
;τὸν ἥλιον τὸν κ. ἡμῖν Men.611
: c. gen.,πάντων αἰθὴρ κ. φάος εἱλίσσων A.Pr. 1092
(anap.), cf. Pers. 132 (lyr.), Eu. 109, Pi.N.1.32; κ. τῶν Λακεδαιμονίων τε καὶ Ἀθηναίων shared in by both.., Pl.Mx. 241c, etc.: with Preps., τὸ ἐπὶ πᾶσι κ., v. infr. v;κ. κατ' ἀμφοτέρων A.D.Synt.144.19
;οὐ γίγνεταί μοί τι κ. πρός τινα AP11.141
(Lucill.), cf. Iamb.Myst.5.7; μέρος κ. πρός τινα shared with.., CPR22.11 (ii A.D.), etc.;κ. μεταξύ τινων Stud.Pal.1.7
ii 11 (v A.D.).II in social and political relations, public, general, τὸ κ. ἀγαθόν the common weal, Th.5.90;κ. λόγῳ Id.5.37
, Hdt.1.141; κ. στόλῳ ib. 170;ἀδικήματα D.21.45
;ὁ τῆς πόλεως κ. δήμιος Pl.Lg. 872b
; κοινότατον of public or general interest, ib. 724b, cf. Arist.Rh. 1354b29; of constitutions, popular, free,κοινοτέραν εἶναι τὴν ἐκείνου μοναρχίαν τῆς αὑτῶν δημοκρατίας Isoc.10.36
.2 τὸ κ. the state,τὸ κ. Σπαρτιητέων Hdt.1.67
: abs., of one's own state, Ar.Ec. 208, etc.;τὸ κ. ὠφελεῖται Antipho 3.2.3
, cf. X.Cyr.2.2.20;τὰς ὠφελείας ἅπασιν εἰς τὸ κ. ἀπεδίδου Isoc.10.36
.b esp. of leagues or federations,τὸ κ. τῶν Ἰώνων Hdt.5.109
;τῶν συμμάχων Isoc.14.21
;τῶν Βοιωτῶν SIG457.10
(Thespiae, iii B.C.), Plb.20.6.1 (pl.), etc.; ἄνευ τοῦ πάντων κοινοῦ (sc. τῶν Θεσσαλῶν) Th.4.78; also, of private associations, Test.Epict.1.22, SIG 1113 ([place name] Loryma), al.; of guilds or corporations,τὸ κ. τῶν τεκτόνων POxy.53.2
(iv A.D.); of boards of magistrates, τὸ κ. τῶν ἀρχόντων ib.54.12 (iii A.D.).c the government, public authorities, Th.1.90, 2.12, etc.;τὰ κ. Hdt.3.156
;ἀπαγγεῖλαι ἐπὶ τὰ κ. Th.5.37
; ἀπὸ τοῦ κ. by public authority, Hdt.5.85, 8.135; σὺν τῷ κ. by common consent, Id.9.87.d the public treasury,χρημάτων μεγάλων ἐν τῷ κ. γενομένων Id.7.144
;ἐν τῷ κ. καὶ ἐν τοῖς ίεροῖς Th.6.6
, cf. 17;χρήματα δοῦναι ἐκ τοῦ κ. Hdt.9.87
; ἔχειν ἐν κοινῷ (without the Art.), Th.1.80, cf. Sch.adloc.3 τὰ κ. public affairs: πρὸς τὰ κ. προσελθεῖν, προσιέναι, to enter public life, D. 18.257, Aeschin.1.165; but also, the public money, Ar.Pl. 569, D.8.23 (in full,τὰ κ. χρήματα X.HG6.5.34
, Arist.Pol. 1271b11); τὰ κ. τῆς πόλεως, opp. τὰ ἁγνά, BMus.Inscr.4.481*.383; ἀπὸ κοινοῦ at the public expense, X.An.4.7.27, 5.1.12; , cf. Antiph. 230; ἐκ κ. from common funds, at joint expense, PGrenf.1.21.19 (ii B.C.).III common, ordinary,τὰ κ. εἰδέναι Pl.Ax. 366b
;διὰ τῶν κ. ποιεῖσθαι τὰς πίστεις Arist.Rh. 1355a27
; κοινοτάτη τῶν αἰσθήσεων [ἡ ἁφή] Id.EN 1118b1; τὰ κ. commonplaces, Men.Sam.27, Epit. 309; soκ. τόπος Hermog.Prog.6
, Aphth.Prog.7; ἡ κ. ἔννοια or ἐπίνοια, Plb. 2.62.2, 6.5.2; κ. νοῦς, φρένες, common sense, Phld.Rh.1.37 S., 202 S.; κ. καὶ διήκουσαι κακίαι general and all-pervading vices, Id.Sign.28;κ. καὶ δημώδη ὀνόματα Longin.40.2
;κ. καὶ ἐν μέσῳ κείμενα ὀνόματα D.H.Lys.3
; ἡ κ. διάλεκτος every-day language (free from archaisms and far-fetched expressions), Id.Isoc.2;πεφευγὼς τὸ κ. Phld.Acad. Ind.p.53
M.2 Gramm., ordinary, 'regular' Greek, opp. special dialects, διάλεκτοί εἰσι πέντε, Ἀτθὶς Δωρὶς Αἰολὶς Ἰὰς καὶ κ. Sch.D.T. p.14 H., cf. D.S.1.16, Theodos.Can.p.37 H., etc.; ἡ κ. alone, A.D. Conj.223.24; τὸ κ. ἔθος, ἡ κ. ἐκφορά, Id.Adv.155.10, Pron.4.27; οἱ κ. the writers who use this language, Sch.D.T.p.469 H., EM405.23.c ἡ κ. διάλεκτος demotic Egyptian, Manethoap. J.Ap.1.14.4 in magical formulae, of words added at will by the user, ' and so forth', freq.in Pap., PMag.Osl.1.255, PMag.Par.1.273, al.; κοινὰ ὅσα θέλεις ib.2.53;ὁ κ. λόγος PMag.Lond.46.435
; cf. κοινολογία.IV of Persons, connected by common origin or kindred, esp.of brothers and sisters,κ. σπέρμα Pi.O.7.92
, cf.S.OT 261, OC 535 (lyr.);κ. αἷμα Id.Ant. 202
, cf. 1; κ. πατήρ, μήτηρ, PAmh.2.152.9(v/vi A.D.), PFlor.47.11 (iii A.D.); alsoκ. Χάριτες Pi.O.2.50
.2 one who shares in a thing, partner,ἐν θύμασιν κ. ποεῖσθαί τινα S.OT 240
;κ. ἐν κοινοῖσι λυπεῖσθαι Id.Aj. 267
, cf. Ar.V. 917; also κ. τῷ θεῷ belonging in part to the god (who claims tithe of his substance), Berl.Sitzb.1927.161 ([place name] Cyrene).3 lending a ready ear to all, impartial,μὴ οὐ κ. ἀποβῆτε Th.3.53
; neutral, ib.68; ;μέτριος καὶ κ. Arist.Ath.6.3
; κοινοί, οἱ, arbitrators, GDI1832.10 (Delph.);κ. μεσίτης PStrassb.41.14
(iii A.D.); of a capital city, δεῖ.. κοινὴν εἶναι τῶν τόπων ἁπάντων easily accessible on all sides, Arist.Pol. 1327a6.b courteous, affable, X. Cyn.13.9;κ. ἅπασι γενέσθαι Isoc.5.80
;τῇ πρὸς πάντας φιλανθρωπίᾳ κ. Democh.2
J.;ἔχειν τὰς κ. φρένας Phld.Rh.1.202
S.c in bad sense, κοινή, ἡ, prostitute, Vett.Val.119.30, Porph.Hist.Phil.12 (pl.).d of events, κοινότεραι τύχαι more impartial, i.e. more equal, chances, Th.5.102; ἔστιν ἐν τῷ κ. πᾶσι c. inf., And.2.6.V in Logic, general, universal, τὸ κ. λαμβάνειν περί τινων, τὸ ἐπὶ πᾶσι κ., Pl.Tht. 185b, 185c;τὰ κ. λεγόμενα ἀξιώματα Arist.APo. 76b14
; αἱ κ. ἀρχαί ib. 88a36; κ. ἔννοιαι axioms, heading in Euc.; general,κ. ὅρος Arist.Metaph. 987b6
; κοινὰ καὶ στοιχειώδη general principles, Phld.Rh.1.69S.; κ. σημεῖον, opp. ἴδιον, Id.Sign.14; κ. κρίσις objectively valid judgement, Id.Po.5.22;ὄνομα κ. Str.10.2.10
; abstract,ὁ κ. ἄνθρωπος καὶ λογισμῷ ληπτός Dam.Pr. 341
.VI Gramm.,1 κ. συλλαβή common syllable, capable of being long or short, D.T.633.17, Heph. 1.4.b κ. ποιήματα, poems which are both κατὰ στίχον and συστηματικά, e.g. the Sapphic stanza, Id.pp.58,59 C.; also, poems of ambiguous metrical form, Id.p.60 C.2 v.supr.111.2.3 of gender,κ. γένος D.T.634.19
; of nouns, A.D.Pron.30.7, al., EM143.33, 305.19, etc.4 ἀπὸ κοινοῦ λαμβάνειν, of two clauses taking a word in common, A.D.Synt.122.14, al.; κοινὸν or ἐκ κοινοῦ παραλαμβάνεσθαι, ib.20, 28, al.VII of forbidden meats, common, profane,φαγεῖν κ. καὶ ἀκάθαρτον Act.Ap.10.14
, cf. Ep.Rom.14.14;κ. χερσὶ ἐσθίειν Ev.Marc.7.2
.B Adv. κοινῶς in common, jointly, E. Ion 1462;τὰ κοινὰ κ. δεῖ φέρειν συμπτώματα Men.817
: [comp] Comp., ἐν Κρήτῃ -οτέρως [ἔχει τὰ τῶν συσσιτίων] Arist.Pol. 1272a16.3 sociably, like other citizens,οὐδὲ κ. οὐδὲ πολιτικῶς ἐβίωσαν Isoc.4.151
;ἴσως καὶ κ. πρός τινα προσφέρεσθαι Arist.Rh.Al. 1430a1
;κ. καὶ φιλικῶς Plu.Ant.33
; μετρίως καὶ κ. ὰσπάζεσθαι Id.Arat.43.4 in general, Diph.Siph. ap. Ath. 3.81a; ἡ κ. σύνεσις, τὸ κ. ἄνθρωπον", Phld.Vit.p.34J., Mort.38; opp. ἰδίως, Demetr.Lac.Herc.1014.41, Plu.Marc.8, cf. Longin.15.1;κοινότερον εἰπεῖν Phld.Rh.1.256
S.; - οτέρως Orib.Fr.93.6 in plain language, opp. σοφιστικῶς, Plu.2.659f; in the ordinary or wide sense, opp. κυρίως, Them.in APo.5.5: [comp] Comp., M.Ant. 2.10.II fem. dat. [full] κοινῇ; [dialect] Dor. [full] κοινᾷ SIG56.11 (Argos, v B.C.); [dialect] Boeot. [full] κυνῆ ib.635.31 (Acraeph., ii B.C.):—in common, by common consent, Hdt.1.148, 3.79, S.OT 606, OC 1339, E.Hipp. 731, Th.1.3, etc.;κ. πᾶσι καὶ χωρίς Arist.Pol. 1278b23
, cf. Ath.40.3; κ. μετά τινος, κ. σύν τινι, Pl.Smp. 209c, SIG346.27 (iv B.C.), X.Mem.1.6.14, etc.;ἰδίᾳ τε καὶ κ. Alex.291
: also neut.pl..3 as Prep. c. dat., together with, E. Ion 1228, Hel. 829, Fr. 823.III with Preps., εἰς κοινόν in common, in public,ὑμῖν τῇδέ τ' ἐς κ. φράσω A.Pr. 844
;πᾶσιν ἐς κ. λέγω Id.Eu. 408
, cf.Ar.Av. 457 (lyr.), Pl.Lg. 796e;εἰς κ. γνώμην ἀποφαίνεσθαι D.19.156
; εἰς τὸ κ. λέγειν, ἀγορεύειν, Pl.Tht. 165a, X. An.5.6.27; εἰς τὸ κ. for public use, Pl.Lg. 681c.2 ἀπὸ κοινοῦ, ἐκ κοινοῦ, v.A.1.1, 11.3, VI.4.3 ἀφεῖσαν ἐν κοινῷ ζητεῖν, Lat. rem in medio reliquerunt, Arist.Metaph. 987b14; but οἱ ἐν κ. γιγνόμενοι λόγοι, = οἱ ἐξωτερικοὶ λόγοι, Id.de An. 407b29.4 κατὰ κοινόν, opp. κατ' ἰδίαν, jointly, in common, Lexap.D.21.94, Plb.4.3.5; prob. forκατὰ κοινοῦ Id.11.30.3
. -
12 κτάομαι
Aκτήσομαι Archil.6.4
, Thgn.200, A.Eu. 289, Th.6.30, Pl.R. 417a, etc. (in pass. sense, Plot.2.9.15, s.v.l.);κεκτήσομαι A.Th. 1022
, E.Ba. 514, Pl.Grg. 467a ( ἐκτήσομαι in La. 192e, and prob. in Emp.110.4): [tense] aor. ἐκτησάμην, [dialect] Ep.κτ-, Od.14.4, Pi.Pae.2.59, etc.: [tense] pf. , etc.,ἔκτημαι Il.9.402
, A.Pr. 795, Hdt.2.44, and sts. in Pl. ( κεκτῄμεθα and ἐκτῆσθαι in following lines, R. 505b, ); [dialect] Ion. [ per.] 3pl.ἐκτέαται Hdt.4.23
; subj.κέκτωμαι Isoc.3.49
, Pl. Lg. 936b; opt. κεκτῄμην, ῇτο, ib. 731c, 742e, codd.: [tense] plpf.ἐκεκτήμην And.1.74
, 4.41, Lys.2.17, etc.; poet. ; [dialect] Ion. [ per.] 3pl.ἔκτηντο Hdt.2.108
; [dialect] Att. [ per.] 1pl. ἐκτήμεθα f.l. in And.3.37: for [tense] fut. and [tense] aor. [voice] Pass., v. infr. 111.I [tense] pres., [tense] impf., [tense] fut., and [tense] aor.,1 procure for oneself, get, acquire, , etc.; [ οἰκῆας] Od.l.c.;γῆν A.Eu.
l.c., cf. Pers. 770; of horses, win (as a prize), Pi.N.9.52; κτήσασθαι βίον ἀπό τινος to get one's living from a thing, Hdt.8.106; win favour, and the like , χάριν ἀπό τινος, ἔκ τινος, S.Tr. 471, Ph. 1370;παρά τινος X. Smp.4.43
;τὴν εὔνοιαν τὴν παρὰ τῶν Ἑλλήνων Isoc.5.68
; κ. φίλους, ἑταίρους, S.Aj. 1360, E.Or. 804 (troch.); , cf. S.OT 1499, Hdt.8.105; , cf. Supp. 225;πολλάκις δοκεῖ τὸ φυλάξαι τἀγαθὰ τοῦ κτήσασθαι χαλεπώτερον εἶναι D.1.23
.b of consequences, bring upon oneself,αὑτῷ θάνατον S.Aj. 968
; incur, θεᾶς ὀργήν ib. 777; ; ;ἔχθραν πρός τινα Th.1.42
; δυσσέβειαν κ. get a name for impiety, S.Ant. 924;κακὸν λόγον πρὸς ἀστῶν E.Heracl. 166
, cf. IT 676;ἐκ τῶν πόνων τὰς ἀρετὰς κ. Th.1.123
.c κ. τινὰς πολεμίους make them so, X.An.5.5.17; .2 procure or get for another,ἐμοὶ δ' ἐκτήσατο κεῖνος Od.20
. 265;μέγαν τέκνοις πλοῦτον ἐκτήσω A.Pers. 755
(troch.), cf. X. Oec.15.1.II in [tense] pf. and [tense] plpf. with [tense] fut. κεκτήσομαι, to have acquired, i.e. possess, hold (opp. χρῆσθαι, Pl.Euthd. 28od),οὐδ' ὅσα φασὶν Ἴλιον ἐκτῆσθαι Il.9.402
, cf. X. Cyr.8.3.46, Pl.Phdr. 260b;ὅπλα μὴ ἐκτῆσθαι Hdt.1.155
, cf. S.Ph. 778;στρατὸν πλεῖστον ἐκτημένοι Hdt.7.161
;κοινὸν ὄμμ' ἐκτημέναι A.Pr. 795
; φωνὴν βάρβαρον κεκτ. Id.Ag. 1051;κεκτ. τινὰ σύμμαχον E.Ba. 1343
;κ. κάλλος X.Smp.1.8
; ;τέχνην Lys.24.6
; ποίησιν to be master of it, Pl.Lg. 829c: dub. in [tense] aor., ἀγορὰς κτησάμενοι having market-places, Hdt.1.153 (leg. στησάμενοι): with impers. subject, πραγμάτων ἀγῶνας κεκτημένων involving effort, Epicur.Sent.21:—the diff.between [tense] pres. and [tense] pf. appears from X.Mem.1.6.3, ἃ [χρήματα] καὶ κτωμένους εὐφραίνει καὶ κεκτημένους.. ποιεῖ ζῆν: later, [tense] pres. in [tense] pf. sense, Ev.Luc.18.12.c have in store, opp. ἔχω, have in hand, ready for use,ἔχων τε καὶ κεκτημένος.. κακά S.Ant. 1278
; . cf. Tht. 197b, 198d, Cra. 393b; κ. ἱμάτιον own, opp. ἔχειν (wear), Id.Tht. 197b.d abs., to be a property-owner,τῶν ἐκτημένων ἐν τῇ χώρᾳ SIG633.73
(Milet., ii B.C.), cf. 888.15 (iii A.D.).2 ὁ κεκτημένος owner, master (esp. of slaves), as Subst., Ar.Pl.4, etc.;οἱ κ. A.Supp. 337
; of a husband, E.IA 715; ἡ κεκτημένη my mistress, S. Fr. 762, Ar.Ec. 1126, Men.Pk.61, al., cf. Phryn.Com.48.III [tense] aor. 1 [voice] Pass. ἐκτήθην in pass. sense, to be gotten,ἃ ἐκτήθη Th.1.123
, 2.36; to be obtained as property, (lyr.), cf. D.H.10.27, etc.: [tense] fut.κτηθήσομαι LXX Je.39
(32).43. ([voice] Act. κτάω very late, PLond.1.77 (vi A.D.).)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κτάομαι
-
13 πλάζω
Aπλάζον Od.2.396
: [tense] aor. ἔπλαγξα ( παρ-) 9.81; [dialect] Ep.πλάγξα 24.307
:—[voice] Pass. and [voice] Med., 3.106, etc.; [dialect] Ep. [tense] impf.πλαζόμην 5.389
: [tense] fut.πλάγξομαι 15.312
: [tense] aor. ἐπλάγχθην (ἀπ-) Il.22.291 ; [dialect] Ep.πλάγχθην Od.1.2
; inf. πλάγξασθαι dub. in A.R.3.261 : [tense] pres. [voice] Med. alsoπλάττονται Parm.6.5
codd.:—poet. Verb (rare in Prose, v. infr.), turn aside or away from,πλάζει δ' ἀπὸ πατρίδος αἴης Od.1.75
; ; [πρὼν.. ποταμοῖσι] ῥόον πεδίονδε τίθησι πλάζων Il.17.751
:—[voice] Pass., πλάγχθη δ' ἀπὸ χαλκόφι χαλκός bronze glanced off from bronze, 11.351 ; πάλιν πλαγχθέντας ὀΐω ἂψ ἀπονοστήσειν balked, baffled, 1.59, cf. Od.13.5 ; τίς πλάγχθη πολὺ μόχθος ἔξω; what woe is warded off afar ? S.OC 1231 (lyr.);κεῖθεν δὲ πλαγχθέντες ἱκάνομεν ἐνθάδε Od.13.278
;Σκύρου μὲν ἅμαρτε, πλαγχθέντες δ' εἰς Ἐφύραν ἵκοντο Pi.N.7.37
(s.v.l.); [Ἀλέξανδρος] ἐπλάζετο ἄγων [Ἑλένην] Hdt.2.117, cf. 116 ;ἀκταῖσιν ὁρμεῖ, δαρὸν ἐκ Τροίας χρόνον ἄλαισι πλαγχθείς E.Or.56
; of an exile,Ἄργεϊ νάσθη πλαγχθείς Il.14.120
; γένεσις καὶ ὄλεθρος τῆλε μάλ' ἐπλάχθησαν have been banished afar, Parm.8.28 : metaph.,ὁ νέος.. ὑπὸ τῆς τύχης.. πλάζεται, ὁ δὲ γέρων καθάπερ ἐν λιμένι τῷ γήρᾳ καθώρμικεν Epicur.Sent.Vat. 17
; so perh. (v. infr. 11).2 baffle, thwart, balk, esp. mentally,οἵ με μέγα πλάζουσι καὶ οὐκ εἰῶσ' ἐθέλοντα Ἰλιου ἐκπέρσαι.. πτολίεθρον Il.2.132
; πλάζε δὲ πίνοντας balked or bewildered them as they drank, Od.2.396; πίνοντες ἐπλάζοντο, i.e. became drunk, Pi.Fr. 166 ; (lyr.) ;ὁκόσα ἰνδαλμοῖσι διαλλάττοντα ἀνὰ τὸν ἠέρα πλάζει ἡμέας Hp.Ep.18
; embarrass, trip up,πλάζει τὸν παῖδα τὰ σάνδαλα AP 7.365
(Zon.) ; ἐπλάζοντο πρὸς οὐδένα σκοπόν wavered aimlessly, Plu. Mar.36.3 [voice] Pass., go astray,πλαγχθέντα ἧς ἀπὸ νηός Od.6.278
: c. gen., ;μανδρῶν πλαζομένων χοίρων τρειῶν Supp.Epigr.4.647.6
(Maeonia, ii A. D.).4 [voice] Pass., wander, rove,πλάζομαι ὧδ' Il.10.91
;ὃς μάλα πολλὰ πλάγχθη Od.1.2
; πῇ.. πλάζομαι; 13.204, cf.3.95, 16.64 ; ;πλάζεσθαι μετ' ἐκεῖνον 16.151
; ; ; οἱ πλαζόμενοι the planets, Ti.Locr.97a: never in Com. or correct [dialect] Att. Prose.II μέγα κῦμα πλάζ' ὤμους καθύπερθε struck his shoulders, Il.21.269: here and in Od.5.389 (v. supr. 1.1 fin.) Aristarch. (ap.An.Ox.1.149) took πλάζω [ᾱ by nature] as a dialectal form of πλήσσω, perh. rightly; cf. ἐπιπλάζω, προσπλάζω. (In signf. 1 related to πλάγιος as ἅζομαι to ἅγιος; for πλαγξ-, πλαγχθ- codd. sts. have πλαξ-, πλαχθ-, as v.l., Il.1.59, Od.1.2, 9.81 ([etym.] παρ-), Parm.8.28 ; in signf. 11 perh. a different word.)-------------------------------------------πλάζω (B),A = πλάσσω ([dialect] Tarent.), An.Ox.1.62. -
14 ἀναίρω
A raise, lift up, Aen.Tact.23.4:—[voice] Med., Ἕως γὰρ λευκὸν ὄμμ' ἀναίρεται E.El. 102:—[voice] Pass., ἀναρθείς, of Ganymede, AP12.67. -
15 ἀναστρέφω
Aἀνέστροφαν Cerc.Fr.17.30
:—turn upside down, μήπως.. δίφρους ἀνστρέψειαν might upset them, Il.23.436;ὁ θεὸς πάντ' ἀ. πάλιν E.Supp. 331
;ἀ. γένος Ar.Av. 1240
; τὴν ζοήν Cerc.l.c.; ἀ. καρδίαν upset the stomach, i.e. cause sickness, Th.2.49; reverse, A.Pers. 333, Ar.Pl. 779:—[voice] Pass., [tense] fut.ἀναστραφήσεσθαι τὰ τῆς Ἑλλάδος πράγματα Isoc.5.64
: [tense] pf.ἀνεστράφθαι τῆς πολιτείας Id.6.66
codd.; ὄρος ἀνεστραμμένον ἐν τῇ ζητήσει turned up by digging, Hdt.6.47, cf. X.Oec. 16.12.2 invert order of words or statements, Demetr.Eloc.11, al., Hermog.Id.1.11:—also in [voice] Pass., with ref. to ἐπαναστροφή (q. v.), ib.12.3 = ἀρνεῖσθαι, S.Fr. 1012.II turn back, Com.Adesp. 22.73D.; bring back,τινὰ ἐξ Ἅιδου S.Ph. 449
, cf. E.Hipp. 1228;ἀ. δίκην τινί Id.Ba. 793
; ὄμμ' ἀ. κύκλῳ to roll it about, Id.Hel. 1557.2 intr., turn back, retire, Hdt.1.80, etc.; esp. in part., ἀναστρέψας ἀπήλαυνεν X An.1.4.5, etc.; but also, rally, of troops, Th.4.43, X.HG6.2.21, cf. B.111.1:—ἀναστρέφον, τό, v. a)nakukliko/s.2 Math., convertendo,Euc.
5.19Cor.; so in Logic,οἱ ἀντιστρέφοντες οὐχ οἱ ἀναστρέφοντες ἀλλήλοις λόγοι συναληθεύονται Gal.11.465
.B [voice] Pass., v. supr. A.1.II dwell in a place, ἀλλά τιν' ἄλλην γαῖαν ἀναστρέφομαι go to a place and dwell there, Od.13.326, cf. Call. Lav.Pall.76, Aet.1.1.6 (soἀναστρέφειν πόδα ἐν γῇ E.Hipp. 1176
);ἀναττρέφεσθαι ἐν Ἀργει Id.Tr. 993
; ἐν φανερῷ, ἐν μέσῳ, go about in public, X.HG6.4.16, Pl.R. 558a;ἀ. ταύτῃ Th.8.94
;ἐν εὐφροσύναις X.Ag.9.4
;ἐν τοῖς ἤθεσι Pl.Lg. 865e
; ἀ. ἐν ξυμμαχίᾳ continue in an alliance, X.HG7.3.2;ἀ. ἐν γεωργίᾳ
to be engaged in..,Id.
Oec.5.13;ἐπὶ κυνηγεσίαις Plb.32.15.9
; ἀ. ἔν τινι dwell upon, in writing, Apollon. Cit.2: generally, conduct oneself, behave,ὡς δεστότης X.An.2.5.14
; ; θρασέως, ἀχαρίστως καὶ ἀσεβῶς εἴς τινα, Plb.1.9.7, 23.17.10;ἐν ταῖς ἀρχαῖς ὁσίως IG12(7).233
([place name] Amorgos);ὡς τὰ παιδία Epict.Ench.29.3
;πῶς δεῖ ἐν οἴκῳ θεοῦ ἀ. 1 Ep.Ti.3.15
.2 revolve, like the sun in the heavens, X.Mem.4.3.8.III of soldiers, face about, rally, Id.An.1.10.12, HG6.2.20, etc.2 to be reversed or inverted,ἐμοὶ τοῦτ' ἀνέστραπται Id.Hier.4.5
, cf. Cyr.8.8.13, Arist. Mech. 854a10.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀναστρέφω
-
16 ἀποδιδράσκω
ἀποδῐδράσκω, [dialect] Ion. [suff] ἀποδια-ήσκω, [tense] fut. -δράσομαι, [dialect] Ion. - δρήσομαι: [tense] pf.A , Phld.Rh.1.199 S.: [tense] aor. ἀπέδραν, [dialect] Ion. -έδρην, opt.ἀποδραίην Thgn.927
, imper.ἀπόδρᾱθι Ph.1.90
, inf. ἀποδρᾶναι, [dialect] Ion. -δρῆναι, part. ἀποδράς—the only form found in Hom.; the other tenses in Hdt., etc., [tense] pf. part.ἀποδεδρακότες X.An.6.4.8
:—run away, escape or flee from, esp. by stealth, Hom. (never in Il.),ἐκ νηὸς ἀποδράς Od.16.65
;νηὸς ἀ. 17.516
;ἀ. ἐκ τῆς Σάμου Hdt.3.148
;ἐς Σάμον 4.43
;ἐπὶ θάλασσαν 6.2
;ἀποδρᾶσα ᾤχετο And.1.125
, cf. 4.17, Ar.Ec. 196, Pl.Tht. 203d; of runaway slaves, X.An.1.4.8 (ἀποδρᾶναι τὸ ἀναχωρήσαντά τινα εὔδηλον εἶναι ὅπου ἐστίν, ἀποφεύγειν δὲ τὸ μὴ δύνασθαι ἐπιληφθῆναι Ammon.p.19 V.);σώματα ἀποδράντα IG22.584
; of soldiers, desert, X.An.5.6.34; ἀποδιδράσκοντα μὴ δύνασθαι ἀποδρᾶναι attempting to escape not to be able to escape, Pl.Prt. 317a, cf. 310c.2 c. acc., flee, shun, Hdt.2.182, Ar. Pax 234, etc.;ἀπέδρασαν αὐτόν Th.1.128
; evade, ;οὐκ ἀπέδρα τὴν στρατείαν D.21.165
; ὅτε.. τὸ σὸν ὄμμ' ἀπέδραν (poet. for ἀπέδρασαν) S.Aj. 167.—Rare in Trag. (Cf. Skt. δρᾱτι 'run'.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποδιδράσκω
-
17 ἀφαιρέω
ἀφαιρ-έω, [dialect] Ion. [full] ἀπαιρέω, [tense] fut. - ήσω: [tense] pf. ἀφῄρηκα, [dialect] Ion. ἀπαραίρηκα: [tense] aor. ἀφεῖλον, later inf.A (Cret.);ἀφῄρησα Gal.11.121
:— take away from:—Constr.: mostly ἀ. τί τινι, σῖτον μέν σφιν ἀφεῖλε took it from him, Od.14.455, cf. A.Eu. 360 codd., etc. (but also, relieve one of a duty, X.Cyr.7.1.44): less freq. , X.Lac.4.7;κῆρα χώρας A.Th. 777
(lyr.); ; also τινά τι prob. l. ib. 360, S.Ph. 933, v. infr. II. I, III: c. gen., take from, ; μηδὲν ἀφαιρῶμεν τοῦ ἀδίκου ( from the unjust man)ἀπὸ τῆς ἀδικίας Pl.R. 360e
; τοῦ πλήθους diminish the number, X.Vect.4.4: c. acc. only, ἀπελὼν τὰ ἄχθεα having taken them off, Hdt.1.80;βασιλέων.. ὀργὰς ἀφῄρουν
took away,E.
Med. 455, cf.Ar.Pl.22,Ra. 518.b exclude, separate,τὸ Ἑλληνικὸν ὡς ἓν ἀπὸ πάντων ἀφαιροῦντες χωρίς Pl.Plt. 262d
; opp. προστιθέναι, Id.Phd. 95e, etc.3 Math., ἀ. ἀπὸ .. subtract from, Euc.Ax. 3 ([voice] Pass.), etc.; of ratios, divide out from both sides of an equation, Apollon. Perg.1.41 ([voice] Pass.); intercept, in [voice] Pass., Procl.Hyp.2.27.II [voice] Med., [tense] fut. ἀφαιρήσομαι (in pass. sense, v.l. for ἀπαιρε-θήσεσθαι, Hdt.5.35, cf. Antipho Fr.57), laterἀφελοῦμαι Timostr.5
, Plb.3.29.7: [tense] aor. ἀφειλόμην, laterἀφειλάμην Ph.2.586
, D.C.41.63, cf. Phryn.116: [tense] pf. ἀφῄρημαι (in med. sense) X.Cyr.7.5.79 (spelt (iii B. C.)):—from Hom. downwds. more freq. than [voice] Act., take away for oneself; also in reciprocal sense, ἀφαιρεῖσθον τύχην ye have received each the fortune of the other, E. El. 928:—Constr. like [voice] Act., ἀφαιρεῖσθαί τί τινι, asκαὶ δή μοι γέρας.. ἀφαιρήσεσθαι ἀπειλεῖς Il.1.161
;τί τινος 5.673
, 691, 9.335, Th.3.58, Lys.24.13, etc. (alsoτεύχεα.. ὤμοιϊν ἀφελέσθαι Il.13.510
);τι πρός τινος E.Tr. 1034
;τι ἀπό τινος Ar.V. 883
;ἔκ τινος X.Cyn.12.9
: c. dupl. acc. rei et pers., bereave or deprive of,μήτε σὺ τόνδ'.. ἀποαίρεο κούρην Il.1.275
, cf. Hdt.1.71, 7.104; freq. in [dialect] Att. and Trag., Lys. l. c., Th.8.74, D.20.46, etc.;τέκνα ἀ. τινά E.Andr. 613
, cf. Ar.Ach. 464: rarely c. acc. pers. et gen. rei,ἀ. τὰς κύνας τοῦ εὑρεῖν X.Cyn.6.4
;τῆς ἀρχῆς τινά Plu.Ant.60
;τὴν Ἀμαζόνα τοῦ ζωστῆρος Paus.5.10.9
.2 c. acc. rei, ἀ. ψήφισμα cancel or rescind, And.2.24; ἀφελομένης τῆς νυκτὸς τὸ ἔργον having broken off the action, Th.4.134;ἕως κελαινῆς νυκτὸς ὄμμ' ἀφείλετο A.Pers. 428
: abs., μέχρι σκότος ἀφείλετο (sc. τὴν δίωξιν) X.HG1.2.16;ἀ. τὴν μνήμην πολλῶν ἀγαθῶν D.22.13
.3 folld. by μή c. inf., prevent, hinder from doing,τί μ' ἄνδρα.. ἀφείλου μὴ κτανεῖν; S.Ph. 1303
, cf. E.Tr. 1146; κἄκτεινας, ἤ τις συμφορά σ' ἀφείλετο [μὴ κτεῖναι]; Id.Andr. 913; c. inf. [voice] Pass.,τὸν τὰ ὕστερον ἀφείλετο ἀδικήματα εὐεργέτην μὴ ὀνομασθῆναι Paus.8.52.2
; c. inf. only, Pi.I.1.62: simply, obstruct, .4 ἀ. τινὰ εἰς ἐλευθερίαν, Lat. vindicare in libertatem, claim as free, Pl.Lg. 914e, Isoc.12.97, D.58.19, cf. Lys.23.10, Aeschin.1.62.III [voice] Pass., [tense] fut.- αιρεθήσομαι E.Hel. 938
; : [tense] pf. ἀφῄρημαι, [dialect] Ion.ἀπαραίρημαι Hdt.7.159
, etc.:— to be robbed or deprived of a thing, τι A.Ch. 962 (lyr.), Hdt.3.137, etc.; τι πρός or ὑπό τινος, Id.1.70, 3.65, 7.159;ἀφῃρέθην τὰ ἐνέχυρα ὑπό τινος D.47.41
; ἐκ χερῶν ἀφῃρέθην had them taken out of my hands, E.Tr. 486: c. inf., ἀφῃρέθη Σκίρωνος ἀκτὰς ὄμμα τοὐμὸν εἰσορᾶν was deprived of, hindered from seeing them, Id.Hipp. 1207: less freq.μηδὲν τοῦ ἐμοῦ ὄγκου ἀφαιρεθέντος ἀλλὰ σοῦ αὐξηθέντος Pl.Tht. 155b
.2 ὁ ἀφαιρεθείς, in Law, the person from whom a slave has been claimed, Id.Lg. 915a.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀφαιρέω
-
18 ἀχλύς
A ) mist, Od.20.357; elsewh. in Hom. of a mist over the eyes, as of one dying,κατὰ δ' ὀφθαλμῶν κέχυτ' ἀ. Il.5.696
; as result of ulceration,ἀχλύες Hp.Prorrh.2.20
, cf. Thphr.HP7.6.2, Dsc.2.78 (pl.), Aët.7.27; or in emotion,Ἔρως πολλὴν κατ' ἀχλὺν ὀμμάτων ἔχευεν Archil.103
; of drunkenness,πρὸς ὄμμ' ἀ. ἀμβλωπὸς ἐφίζει Critias 6.11
D.; of one whom a god deprives of the power of seeing and knowing others,κατ' ὀφθαλμῶν χέεν ἀχλύν Il.20.321
; ἀπ' ὀφθαλμῶν σκέδασ' ἀχλύν ib. 341, cf. 5.127, 15.668:— personified as Sorrow,πὰρ δ' Ἀχλὺς εἱστήκει ἐπισμυγερή τε καὶ αἰνή, χλωρή, ἀϋσταλέη Hes.Sc. 264
.2 metaph.,δνοφεράν τιν' ἀχλὺν.. αὐδᾶται A.Eu. 379
(lyr.), cf. Pers. 668 (lyr.);ἀχλὺν ἀπὸ τῆς ψυχῆς ἀφελεῖν D.C.38.19
;διάνοια ἀχλύος γέμουσα Plu.2.42c
. -
19 ἐπισκιάζω
A throw a shade upon, overshadow,τῇ [πτέρυγι] τὴν Ἀσίην Hdt.1.209
. cf. Arist.GA 780a30, Thphr.CP2.18.3, Ev.Matt.17.5: c.dat., Thphr.Sens.79, Ev.Marc.9.7:—[voice] Pass., Ph.1.262, al.; opp. φωτίζειν, S.E.P.1.141:—[voice] Med., - σκιάζεσθαι τὸν ἥλιον to ward off the sun's rays, Gp.5.29.3: metaph., conceal, obscure, ἀλήθειαν πλάσμασιμυθικοῖς Ph.1.41
, etc.; τὰ δεινὰ ἑτέροις ὀνόμασιν ἐ. Junc. ap. Stob.4.50.95; τὴν θωπείαν, τὸν βίον, Luc.Hist.Conscr.11, v.l. in Cal.1:—[voice] Pass.,τῇ εὐγενεία Hdn.2.10.3
; λαθραῖον ὄμμ' ἐπεσκιασμένη keeping a hidden watch, S.Tr. 914.2. darken, obscure, Ph.2.223 ([voice] Pass.): metaph.,ἀφροσύνη ἐ. ψυχήν Id.1.685
, al.3. of the Divine presence, overshadow for protection, etc., ; ἐπὶ τὴν κεφαλήν τινος ib.139(140).8;δύναμις ὑψίστου ἐπισκιάσει σοι Ev.Luc.1.35
.4. [voice] Pass., to be weak-sighted, Vett.Val.111.1.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπισκιάζω
-
20 ἐφίζω
I causal, in [dialect] Ep. [tense] aor. ἐφέσσαι, ἐφέσσασθαι:— set upon, once in Hom. in [voice] Act., τούς μ' ἐκέλευσα Πύλονδε καταστῆσαι καὶ ἐφέσσαι set me ashore, Od.13.274:—more freq. in [voice] Med., γούνασιν οἱσιν ἐφεσσάμενος having set [me] on his knees, 16.443: [tense] fut.ἐφέσσεσθαι Il.9.455
: imper.,με νηὸς ἔφεσσαι Od.15.277
; (Rhianus: ἐέσσατο codd.):— [voice] Med. also, reduce a dislocation, Hp.Mochl.25.II intr., sit at or by, abs., sit, Hom. only in Od., always in [tense] impf.,ἐφῖζε Od.3.411
, 19.55;ἔνθα.. ἐφίζεσκε 17.331
: later in [tense] pres.,βαρὺς δ' ἐφίζει A.Supp. 651
(lyr.); sitting upon.Pi.
N.8.2;ὕπνος.. βλεφάροισιν ἐφίζων Mosch.2.3
; D.;ἀμφὶ μήλοις Nic.Al. 478
; τηνεὶ γὰρ ἐφίσδει ([dialect] Dor.) Theoc.5.97.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ὄμμ' — ὄμμα , ὄμμα eye neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δακρυρροώ — (AM δακρυρροῶ, έω) [δακρύρροος] 1. χύνω δάκρυα, κλαίω 2. (για τα μάτια) στάζω δάκρυα, δακρύζω («ὄμμ ἰδὼν δακρυρροοῡν») αρχ. μσν. 1. κλαίω, θρηνώ κάποιον 2. (για φυτά) στάζω υγρό, ρετσίνι ή κόμμι («περὶ δακρυρροουσῶν ἀμπέλων», Γεωπονικόν) … Dictionary of Greek
επισκιάζω — (AM ἐπισκιάζω) ρίχνω σκιά πάνω σε κάτι («νεφέλη ἐπισκιάζουσα αὐτοῑς», ΚΔ) νεοελλ. με την υπεροχή μου κάνω άλλους να θεωρούνται κατώτεροι ή και ασήμαντοι αρχ. μσν. (για τον θεό) προστατεύω («πνεῡμα Ἅγιον ἐλεύσεται ἐπὶ Σὲ καὶ δύναμις τοῡ Ὑψίστου… … Dictionary of Greek
κατηφής — ές (AM κατηφής, ές) κυρίως αυτός που έχει στραμμένα προς τα κάτω τα μάτια από λύπη ή ντροπή, άκεφος, σκυθρωπός, δύσθυμος, κατσούφης (α. «κατηφής και απαρηγόρητος», Καλλιγ. β. «κατηφὲς ὄμμ ἔχεις;», Ευρ.) αρχ. 1. (για αμπέλι) αυτό που έχει υποστεί… … Dictionary of Greek
προσέχω — ΝΜΑ 1. έχω στρέψει την προσοχή μου σε κάτι, σκέπτομαι, παρατηρώ ή παρακολουθώ κάτι με ενδιαφέρον (α. «πρόσεχε στο μάθημα» β. «προσέχειν τῶν ἐμπείρων... ταῑς ἀναποδείκτοις φάσεσι», Αριστοτ.) 2. αντιλαμβάνομαι, διακρίνω (α. «ήταν κι αυτός εκεί αλλά … Dictionary of Greek
φυσώ — φυσῶ, άω, ΝΜΑ, και ιων. τ. φυσῶ, έω, Α [φῡσα] 1. παράγω, προξενώ αέρα 2. (για άνεμο) πνέω 3. (για πρόσ.) κατευθύνω ρεύμα αέρα προς μία κατεύθυνση με το στόμα ή με φυσερό 4. προσπαθώ να ανάψω ή να δυναμώσω τη φωτιά με φύσημα (α. «φύσα λίγο τη… … Dictionary of Greek